- παρατηρητής
- ο, θηλ. παρατηρήτρια, ΝΑ[παρατηρώ]αυτός που παρατηρεί, που ενεργεί παρατηρήσεις, που εξετάζει, που διερευνά κάτινεοελλ.1. στρ. αυτός που κατοπτεύει τις κινήσεις τού εχθρού από παρατηρητήριο, αεροπλάνο κ.λπ.2. α) εντεταλμένος αντιπρόσωπος χώρας ή διεθνούς οργανισμού σε σύνοδο, συνέδριο ή άλλο αντιπροσωπευτικό σώμα ενός διεθνούς οργανισμού ή διεθνούς οργάνωσης, χωρίς δικαίωμα ψήφου ή υπογραφής αποφάσεων ή ψηφισμάτων, αλλά, μερικές φορές, με δικαίωμα συμμετοχής στις συζητήσειςβ) συν. στον πληθ. οι παρατηρητέςαντιπρόσωποι ενός διεθνούς οργανισμού, λ.χ. τού ΟΗΕ, σε μια γεωγραφική περιοχή, όπου υπάρχουν εκκρεμή προβλήματα και αμφισβητούμενα θέματα, για την παρακολούθηση τής κατάστασης και την ενημέρωσή του, ή σε μια χώρα για την παρακολούθηση τής διεξαγωγής μιας ενέργειας ή δραστηριότητας, λ.χ. δημοψηφίσματος ή εκλογών, έπειτα από ειδική απόφαση τών αντίστοιχων οργανισμών ή οργάνων και αποδοχή της από τα ενδιαφερόμενα μέρη («οι παρατηρητές τού ΟΗΕ στην Κύπρο»)αρχ.1. ο ακριβής εξεταστής2. αυτός που εφορεύει, επόπτης.
Dictionary of Greek. 2013.